- σουρουπώνει
- [сурупони] р.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
σουρουπώνει — σουρουπώνει, σουρούπωσε (ως απρόσ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σουρουπώνει — Ν απρόσ. 1. αρχίζει να νυχτώνει, να βραδιάζει 2. παροιμ. «ακόμα δεν εσούρπωσε και μάς καλημερίζεις» λέγεται για εκείνους που ανοητολογούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < σούρουπο. Η άποψη ότι το ρ. έχει σχηματιστεί από τη ρουμ. φρ. soarele apune «ο ήλιος… … Dictionary of Greek
σουρουπώνει — αρχίζει να σκοτεινιάζει: Περίμεναν να σουρουπώσει για να μη γίνει αντιληπτή η αναχώρησή τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταψυχίζω — (Μ) απρόσ. καταψυχίζει πέφτει η βραδινή δροσιά, σουρουπώνει. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστωτικός τ. τού καταψύχω κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
μουχρώνω — 1. (ως τριτοπρόσ.) μουχρώνει αρχίζει να νυχτώνει να πέφτει το σκοτάδι, σουρουπώνει, βραδιάζει («μόλις άρχισε να μουχρώνει, ο ουρανός πήρε ένα ωραίο χρώμα») 2. (η μτχ. αρσ. μέσ. παρκμ.) μουχρωμένος σκοτεινός («έφευγε η μέρα πια κι ο μουχρωμένος… … Dictionary of Greek
soare — SOÁRE, (2) sori, s.m. 1. Corp ceresc principal al sistemului nostru planetar, incandescent şi luminos, în jurul căruia gravitează şi se învârtesc pământul şi celelalte planete (planetă) ale sistemului. ♢ loc. adv. Sub (sau pe sub) soare = pe… … Dicționar Român
μουχρώνει — (ρ. απρόσ.), σκοτεινιάζει, νυχτώνει, σουρουπώνει: Μουχρώνει κι αρχίζει να κάνει ψύχρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)